Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… … Dictionary of Greek
ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… … Dictionary of Greek
αίθων — Όνομα μυθολογικών προσώπωνκαι ζώων. 1. Επίθετο του Ήλιου, και όνομα του γιου του, πατέρα της Μήστρας, συζύγου του Αυτολύκου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αντίκλεια, μητέρα του Οδυσσέα της Ιθάκης. Αυτό το όνομα του προπάππου του χρησιμοποίησε ο… … Dictionary of Greek
ιώ — I Μυθολογικό πρόσωπο.Κόρη του Ινάχου, βασιλιά του Άργους, και της Μελίας (άλλες παραλλαγές του μύθου τής δίνουν διαφορετική καταγωγή). Την ερωτεύτηκε ο Δίας, ο οποίος τη μεταμόρφωσε σε αγελάδα, για να παραπλανήσει την Ήρα. Η τελευταία όμως… … Dictionary of Greek
καραβάνι — Ομαδική πορεία, κυρίως μεταναστών, προσκυνητών ή εμπόρων, η οποία συνήθως πραγματοποιείται με καμήλες, υποζύγια ή τροχοφόρα. Η λέξη κ. προέρχεται από την περσική λέξη κερβάν, που χαρακτήριζε αρχικά τις νομαδικές φυλές, είτε αυτές μετακινούνταν… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
οδύσσειος — α, ο (ΑΜ ὀδύσσειος, α, ον, Α και ὀδύσειος και επικ. τ. ὀδυσήϊος και ὀδυσσήϊος, α, ον) [Οδυσσεύς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οδυσσέα («οδύσσειες περιπέτειες») 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) Οδύσσεια επικό ποίημα τού Ομήρου το οποίο… … Dictionary of Greek
οιστροπλάνεια — οἰστροπλάνεια, ἡ (Α) (για την Εκάτη) αυτή που προκαλεί περιπλανήσεις οι οποίες οφείλονται σε παραφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλανῶμαι] … Dictionary of Greek